- σταβλισμός
- και σταυλισμός, ο, Ν [σταβλίζω]το στάβλισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζωοτεχνία — Εφαρμοσμένη βιολογική επιστήμη, η οποία μελετά, κυρίως για οικονομικούς σκοπούς, την τεχνική της αναπαραγωγής και τις μεθόδους βελτίωσης της απόδοσης, της παραγωγικότητας, της εκτροφής και της ορθολογικής χρήσης των κατοικίδιων ζώων. Ανάλογα με… … Dictionary of Greek
σταυλισμός — ο, Ν βλ. σταβλισμός … Dictionary of Greek